πετσιάζω

πετσιάζω
Ν [πετσί]
1. καθιστώ κάτι σκληρό σαν πετσί
2. γίνομαι σκληρός σαν πετσί
3. καλύπτεται η επιφάνειά μου από κρούστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετσιάζω — πέτσιασα, πετσιασμένος, πιάνω πέτσα, κάνω, σχηματίζω κρούστα: Το γάλα είναι παχύ και πετσιάζει μόλις κατεβεί από τη φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργάζω — κ. εργάζω (Μ ἀργάζω) Ι. 1. επεξεργάζομαι 2. μεταχειρίζομαι 3. κατεργάζομαι δέρματα II. μτφ. 1. φρ. «του άργασαν το τομάρι» τον έδειραν πολύ 2. έχω στο μυαλό μου, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι 3. (αμτβ.) σκληραίνω, ροζιάζω, πετσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πέτσιασμ — το, Ν [πετσιάζω] 1. το να γίνεται κάτι σκληρό σαν πετσί 2. το να καλυφθεί μια επιφάνεια με κρούστα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”